- ἀμόρφῳ
- ἄμορφοςmisshapenmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμορφώ — ἀμορφῶ ( όω) (Μ) [ἄμορφος] κάνω κάτι κακόμορφο, δύσμορφο, τό ασχημίζω … Dictionary of Greek
άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από … Dictionary of Greek